εξερευνώ

εξερευνώ
(AM ἐξερευνῶ, -άω) [ερευνώ]
εξετάζω λεπτομερώς
νεοελλ.
παρατηρώ προσεκτικά μια περιοχή για εμπορικούς ή επιστημονικούς σκοπούς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξερευνώ — εξερευνώ, εξερεύνησα βλ. πίν. 60 Σημειώσεις: εξερευνώ : στον απλό προφορικό λόγο απαντάται στον ενεστ. και η κλίση κατά το αγαπάω (βλ. πίν. 58 ) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξερευνώ — εξερεύνησα, εξερευνήθηκα, εξερευνημένος, μτβ. 1. ερευνώ λεπτομερειακά, εξετάζω καλά, εξιχνιάζω. 2. κάνω εξερευνήσεις άγνωστων τόπων για επιστημονικούς ή εμπορικούς σκοπούς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξερευνῶ — ἐξερευνάω search out pres imperat mp 2nd sg ἐξερευνάω search out pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐξερευνάω search out pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐξερευνάω search out pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐξερευνάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεξερευνώ — (AM διεξερευνῶ, άω) [εξερευνώ] εξετάζω με προσοχή …   Dictionary of Greek

  • διεξερούμαι — διεξεροῡμαι ( έομαι) (Α) ρωτώ, εξετάζω, πληροφορούμαι ρωτώντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι (α) + εξερούμαι, επικ. τ. του εξέρομαι «ρωτώ, αναζητώ, εξερευνώ»] …   Dictionary of Greek

  • εξερευνητής — ο (θηλ. εξερευνήτρια) [εξερευνώ] αυτός που εξερευνά άγνωστους τόπους …   Dictionary of Greek

  • εξερεύνηση — η (AM ἐξερεύνησις) [εξερευνώ] λεπτομερής εξέταση νεοελλ. η συστηματική έρευνα άγνωστων περιοχών …   Dictionary of Greek

  • εξερώ — (I) –άω / ἐξερῶ (AM) 1. ξερνώ 2. αφήνω να πέσει κάτω, χύνω αρχ. 1. αδειάζω 2. (για κύβο, ζάρι) ρίχνω 3. βγάζω αέρα από τους πνεύμονες 4. ρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εξερώ όπως και τα απερώ, διερώ έχει πιθ. ως β συνθετ. τη λ. έρα «γη», άν ληφθεί υπ… …   Dictionary of Greek

  • ερέθω — ἐρέθω (Α) (παλ. ποιητ. τύπος τού ερεθίζω) 1. ταράσσω, εξοργίζω («μὴ μ’ ἔρεθε, σχετλίη» μη μ’ εξοργίζεις, δυστυχισμένη, Ομ. Ιλ.) 2. εγείρω, αυξάνω 3. εξερευνώ, εξετάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέθω ανάγεται σε ΙΕ ρ. *er «θέτω σε κίνηση, εγείρω» (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ερέω — ἐρέω και επικ. τ. ἔρομαι, ἐρεείνω (Α) 1. ρωτώ, ζητώ να μάθω, ερευνώ, εξετάζω («ἐρέων γενεήν τε τόκον τε», Ομ. Οδ.) 2. (με αιτ. προσ.) ρωτώ κάποιον («ἀλλ’ ἄγε δή τινα μάντιν ἐρείομεν ἢ ἱερῆα», Ομ. Ιλ.) 3. αναζητώ κάποιον, εξερευνώ, ψάχνω για να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”